- βομβαύλιος
- βομβαύλιοςbagpipermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βομβαύλιος — βομβαύλιος, ο (Α) αυτός που κάνει βόμβο με τον αυλό, που ο ήχος του αυλού του είναι σαν του μπούρμπουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόμβος + αύλιος < αυλός] … Dictionary of Greek
βομβαύλιοι — βομβαύλιος bagpiper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)